- οκνείω
- ὀκνείω (Α)(επικ. τ.) βλ. οκνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκνείω — ὀκνέω shrink from pres subj act 1st sg (epic) ὀκνέω shrink from pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… … Dictionary of Greek
ԾՈՒԼԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1027 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 11c, 12c չ. ԾՈՒԼԱՆԱՄ որ եւ ԾՈՒԼԱՄ, ԾՈՒՂԱՄ. ὁκνείω, ῤᾳθυμέω , μέλλω, ἁμελέω piger, deses sum; desideo, remisso sum animo, cunctor, negligo. Ծոյլ գտանիլ. հեղգալ. պղերգանալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)